- μουνύχιος
- μουνύχιος, -ον (Α) [Μουνυχία]1. αυτός που ανήκει στη Μουνυχία2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Μουνύχιοςο κάτοικος τής Μουνυχίας3. (το ουδ. ως κύριο όν.) τὸ Μουνύχιονη Μουνυχία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Μουνύχιος — inhabitant of the place masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουνυχίῳ — Μουνύχιος inhabitant of the place masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουνύχιον — Μουνύχιος inhabitant of the place masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)